- επιβάλλω
- (AM ἐπιβάλλω)1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.)2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει)είναι απαραίτητο να, πρέπει να...3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλονα. νεοελλ. i. η επιβλητικότητα, η ικανότητα επιβολήςii. επιβλητική εμφάνισηβ. αρχ. εφήμερο έντομο4. (μτχ. παθ. παρακμ.) επιβεβλημένος (AM ἐπιβεβλημένος)αναγκαίος, αναγκαστικόςνεοελλ.1. αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι ασκώντας ηθική ή ψυχολογική πίεση («τού επέβαλε να παραιτηθεί»)2. κατορθώνω να επιτύχω ή να εφαρμόσω κάτι με την επιβολή ή τη βία («επέβαλε τον νόμο και την τάξη», «επέβαλε την παρουσία του»)3. απαιτώ, είναι απαραίτητο να («η κατάσταση τού ασθενούς επιβάλλει άμεση επέμβαση»)4. φρ. «επιβάλλω προς...» — στρέφω την πλώρη τού σκάφους προς ορισμένο σημείο, βάζω πλώρη5. επιβάλλομαικατορθώνω να αναγνωρίσουν την αξία μου ή τη δύναμή μουαρχ.-μσν.1. τοποθετώ, προσθέτω επάνω σε κάτι («ἑωυτὸν ἐπέβαλεν εἰς τὸ πῡρ»)2. μέσ. ρίχνομαι επάνω σε κάτι («ἐνάρων ἐπιβαλλόμενος»)3. τοποθετώ επάνω μου, φορώ («διφθέραν ἐπιβεβλημένος»)4. φρ. «ἐπιβάλλω βλέμμα» — κοιτάζωμσν.1. φρ. α) «ἐπιβάλλω χεῑρα» — απλώνω το χέρι μου σε κάτιβ) «ἐπιβάλλω πῡρ» — πυρπολώαρχ.1. αναλαμβάνω («αὐθαίρετον δουλείαν ἐπιβαλεῑται», Θουκ.)2. μέσ. προσπαθώ, επιχειρώ («μὴ παντάπασιν ἀνήνωτον ἔργον έπιβαλλοίμεθα», Πλάτ.)3. προσαρμόζω με κάτι, εφαρμόζω σε κάτι4. χρωματίζω, καλλωπίζω5. (ενεργ. και μέσ.) καταγίνομαι αφιερώνομαι σε κάτι («τοῑς κοινοῑς ἐπιβαλεῑν πράγμασιν», Πλούτ.)6. προσέχω, σκέπτομαι, θυμάμαι («ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, ἀπαρνήσῃ με τρίςκαὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε», ΚΔ)7. καταλαβαίνω, εννοώ, διαισθάνομαι8. τοποθετώ αμέσως κοντά («ταύταις δὲ κατόπιν ἐπέβαλον τὸν τέταρτον στόλον», Πολ.)9. ακολουθώ αμέσως μετά από κάποιον10. ακολουθώ τελευταίος11. διακόπτω, εμποδίζω («καὶ μεταξὺ δὲ ἀποκρινομένῳ ἐπιβάλλειν εἴπας», Θεόφρ.)12. αναλογώ σε κάποιον, ανήκω («ἀπολαχόντες γὰρ μόριον, ὅσον αὐτοῑσι ἐπέβαλλε», Ηρόδ.)13. απρόσ. ἐπιβάλλειορίζεται ως αναλογία14. (για μαλακή ύλη) πιέζω για να αφήσει το αποτύπωμά του («γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει τὸν δακτύλιον», Ηρόδ.)15. ορίζω κάποιον προϊστάμενο ή επόπτη16. προκαλώ («μεγάλους κινδύνους καὶ φόβους ἔτι ἁπαλαῑς ψυχαῑς ἐπιβάλλουσα», Πλάτ.)17. συνεισφέρω («νέον ἀεὶ ἐπιβάλλει [φῶς]», Πλάτ.)18. μνημονεύω, αναφέρω («ἀνέφελον ἐπέβαλον οὔποτε καταλύσιμον», Σοφ.)19. πλειοδοτώ («ὀλίγου μισθωσάμενον ἄτ' οὐθενὸς ἐπιβάλλοντος», Αριστοτ.)20. μέσ. (για δέντρο) βγάζω νέα κλαδιά21. αφήνω ελεύθερο, λυτό22. (για πληρωμή) λήγω23. επιχειρώ να αλλάξω τη σύσταση τών μετάλλων.
Dictionary of Greek. 2013.